-
1 звание
звание с το αξίωμα, ο τίτλος почётное \звание о τιμητικός τίτλος учёное \звание о επιστημονικός τίτλος воинское \звание о στρατιωτικός βαθμός \звание чемпиона о τίτλος του πρωταθλητή* * *сτο αξίωμα, ο τίτλοςпочётное зва́ние — ο τιμητικός τίτλος
учёное зва́ние — ο επιστημονικός τίτλος
во́инское зва́ние — ο στρατιωτικός βαθμός
зва́ние чемпио́на — ο τίτλος του πρωταθλητή
-
2 учёный
учёный 1. (научный) επιστημονικός· \учёныйая степень о επιστημονικός βαθμός; \учёныйое звание о. επιστημονικός τίτλος 2. м о επιστήμονας* * *1.( научный) επιστημονικόςучёная степень — ο επιστημονικός βαθμός
2. мучёное зва́ние — ο επιστημονικός τίτλος
ο επιστήμονας -
3 звание
-я ουδ.1. τίτλος•звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•
ученное звание επιστημονικός τίτλος•
почтное звание τιμητικός τίτλος•
графское звание ο τίτλος του κόμη•
княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.
|| βαθμός, αξίωμα•воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.
2. παλ. όνομα, ονομασία.3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•мещанское звание μικροαστικό στρώμα•
духовное звание κλήρος, ιερατείο•
низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.
εκφρ.одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς). -
4 степень
степень ж о βαθμός; учёная \степень о επιστημονικός τίτλος* * *жο βαθμόςучёная сте́пень — ο επιστημονικός τίτλος
-
5 ученый
учен||ый1. прил (о человеке) πολυμαθἡς, σοφός, ἐπιστήμονας [-ων], πεπαιδευμένος·2. прил (относящийся к науке) ἐπιστημονικός:\ученыйый совет ἡ σύγκλητος, τό συμβούλιο καθηγητών \ученыйое общество ὁ ἐπιστημονικός σύλλογος· \ученыйая степень ὁ ἐπιστημονικός βαθμός· \ученыйое звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· \ученыйые записки τά πεπραγμένα (или τά πρακτικά) ἐπιστημονικοῦ ιδρύματος·3. прил (дрессированный) ἐξασκημένος, (ἐκ)γυμνασμέ- νος·4. м ὁ ἐπιστήμονας [-ων], ὁ σοφός:известный \ученыйый ὁ διάσημος ἐπιστήμονας. -
6 учёный
επ., βρ: учн, -а, -о.1. επιστήμονας, έμπειρος•учёный садовод επιστήμονας κηπουρός.
|| (για ζώα) συνηθισμένος, γυμνασμένος, εξασκημένος.2. πολυμαθής, πολύμαθος, πολΰξερος, πολύγνωρος, πολυκάτεχος.(απλ.) γραμματισμένος, μορφωμένος.3. ουσ. επιστήμονας•известный учёный διάσημος επιστήμονας•
-с мировым именем επιστήμονας παγκόσμιας φήμης.
4. επιστημονικός•-ая статья επιστημονικό άρθρο•
учёный спор επιστημονική συζήτηση•
-ые термины επιστημονικοί όροι (ορολογίες)•
учёный круг επιστημονικός κύκλος•
-ая степень ο επιστημονικός βαθμός•
-ое звание ο επιστημονικός τίτλος.
-
7 звание
звани||ес1. ὁ τίτλος / воен. τό ἀξίωμα, ὁ βαθμός:\звание капитана ὁ βαθμός λοχαγού· воинское \звание ὁ στρατιωτικός βαθμός· ученое \звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· почетное \звание ὁ τιμητικός τίτλος· \звание Героя труда ὁ τίτλος τοῦ ήρωα τῆς δουλειάς·2. уст. (сословие) ἡ τόξη [-ις]:духовное \звание τό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα· люди всякого \званиея ἀνθρωποι διαφόρων τάξεων. -
8 степень
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. βαθμός•степень родства βαθμός συγγένειας•
в высшей -и στον ανώτατο βαθμό.в слабойстепеньи σε αδύνατο (χαμηλό) βαθμό•
в равнойстепеньи σε ίσο βαθμό•
в достаточнойстепеньи σε αρκετό βαθμό•
в значительнойстепеньи σε σημαντικό βαθμό•
до последней -и ως τον τελευταίο βαθμό•
до (ή в) известнойстепеньи ως ένα βαθμό•
ни в какой ή в малейшей -и καθόλου, ποσώς, ολωσδιόλου.
2. κατηγορία, τάξη•орден второй -и παράσημο δεύτερης τάξης.
|| στάδιο, βαθμός.3. παλ. επίπεδο•спуститься на степень хулигана κατέρχομαι στο επίπεδο του χούλιγκανς.
4. βαθμός υπηρεσιακός.5. τίτλος•учная степень επιστημονικός τίτλος•
докторская степень ο τίτλος του διδάκτορα.
6. (μαθ.) δύναμη•возвести восемь в пятую степень υψώνωτο οχτώ στην πέμπτη δύναμη.
7. (γραμμ.) положительная степень θετικός βαθμός•сравнительная συγκριτικός βαθμός•
превосходная степень υπερθετικός βαθμός•степеньи сравнения παραθετικά των επ ι θετών.
-
9 степень
1. (в значениях· размах, масштаб, уровень, ступень, категория) о βαθμός- окисления - οξείδωσης, ο αριθμός οξείδωσης2. (произ-ведение нескольких равных сомножителей) η δύναμη 3. (учёное звание) о (επιστημονικός) τίτλος, ο βαθμός 4. грам. о βαθμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > степень
-
10 магистр
-а α.1. μάγιστρος (τίτλος επιστημονικός).2. τίτλος αρχηγού μοναχικού ή ιπποτικού τάγματος. -
11 учёный
1. (относящийся к науке, руководящий научной деятельностью) επιστημονικός 2. (высококвалифицированный специалист в какой-л. области науки) о επιστήμοναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учёный
См. также в других словарях:
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek